- Κόπτ'
- Κόπτε , Κόπτοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόπτ' — κόπτε , κόπτω cut pres imperat act 2nd sg κόπτε , κόπτω cut imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POLYPHEMUS — inter Cyclopas omnes, qui centum fuisse memorantur, viribus corporis formaeque magnitudine praestantissimus fuit; quibus vero parentibus ortus fuerit, nondum constat. Apollonius, Argon. l. 1. illum Neptunô et Europâ Tityi filiâ natum fuisse… … Hofmann J. Lexicon universale
έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… … Dictionary of Greek
βάιον — βάϊον και βαΐον, το (AM) και βάϊς, η (Α) το βάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο αιγυπτιακής προελεύσεως πρβλ. κοπτ. bai, νεοαιγυπτ. b j)] … Dictionary of Greek
βασσάρα — βασσάρα, η (Α) 1. η αλεπού 2. χιτώνας των Βακχών της Θράκης, πιθανώς από δέρμα αλεπούς 3. μαινάδα του Διονύσου από τη Θράκη 4. αναιδής γυναίκα ή πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η στενή σχέση της λ. με τη λατρεία του Διονύσου είναι η αιτία των διαφόρων σημασιών… … Dictionary of Greek
βωρεύς — βωρεύς, ο (Α) το ψάρι βούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με τη γλώσσα του Ησύχιου βώροι «οφθαλμοί» δεν έχει ισχυρή βάση, αφού στη λ. βώροι προϋποτίθεται πιθ. δίγαμμα δηλ. βώροι < *Fώροι (πρβλ. ορώ). Ίσως πρόκειται για αιγυπτιακή λ.… … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt … Dictionary of Greek